- Ταρταρώδης
- Ταρτᾰρ-ώδης, ες, Tartaruslike,A
τιμωρία Anon.
ap. Suid.s.v.σοβαρός.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τιμωρία Anon.
ap. Suid.s.v.σοβαρός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταρταρώδης — ῶδες, ΜΑ [Τάρταρος] αυτός που μοιάζει με τον Τάρταρο, φριχτός … Dictionary of Greek
Ταρταρῶδες — Ταρταρώδης masc/fem voc sg Ταρταρώδης neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταρταρώδεις — Ταρταρώδης masc/fem acc pl Ταρταρώδης masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταρταρώδους — Ταρταρώδης masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)